Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpustolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [pustoˈloso], [pustoˈlozo] 1 σπυριάρης 2 φλυκταινώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |