Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputrèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puˈtrɛlla] 1 κύρια δοκός στήριξης 2 σιδερένια δοκός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |