Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputtanière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [puttaˈnjɛre] 1 πουτανιάρης 2 τακτικός θαμώνας πορνείου 3 πόρνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |