Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


putridùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [putriˈdume]

1 εκφύλιση
2 σαψάλιασμα
3 διαφθορά
4 αλλοίωση
5 διάβρωση
6 σήψη
7 σαπίλα
8 εκφυλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  putrido putsch  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

putrescibile (επίθ.)
putrescina (θηλ.ουσ)
putridità (θηλ.ουσ)
putrido (ουσ αρσ )
putrido (επίθ.)
putridume (ουσ αρσ )
putsch (ουσ αρσ )
puttana (θηλ.ουσ)
puttaneggiare (ρ.αμτβ.)
puttanesco (επίθ.)
puttaniere (ουσ αρσ )
putto (ουσ αρσ )
puzza (θηλ.ουσ)
puzzacchiare (ρ.αμτβ.)
puzzare (ρ.αμτβ.)
puzzo (ουσ αρσ )
puzzola (θηλ.ουσ)
puzzolente (επίθ.)
puzzolentemente (επίρ.)
puzzonata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---