Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputridùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [putriˈdume] 1 εκφύλιση 2 σαψάλιασμα 3 διαφθορά 4 αλλοίωση 5 διάβρωση 6 σήψη 7 σαπίλα 8 εκφυλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |