Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpùzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈputtso] 1 λέσι 2 μπόχα 3 ταγκάδα 4 κακοσμία 5 δυσοσμία 6 δυσωδία 7 βρόμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |