ItalianoGreco


pùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈputto]

1 παιδαρέλι
2 παιδάριο
3 πεταρούδι
4 παιδάκι
5 κουτσούβελο
6 μικρό παιδί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---