Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈputto]

1 παιδαρέλι
2 παιδάριο
3 πεταρούδι
4 παιδάκι
5 κουτσούβελο
6 μικρό παιδί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puttaniere puzza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

putsch (ουσ αρσ )
puttana (θηλ.ουσ)
puttaneggiare (ρ.αμτβ.)
puttanesco (επίθ.)
puttaniere (ουσ αρσ )
putto (ουσ αρσ )
puzza (θηλ.ουσ)
puzzacchiare (ρ.αμτβ.)
puzzare (ρ.αμτβ.)
puzzo (ουσ αρσ )
puzzola (θηλ.ουσ)
puzzolente (επίθ.)
puzzolentemente (επίρ.)
puzzonata (θηλ.ουσ)
puzzone (ουσ αρσ )
qua (επίρ.)
quacchera (θηλ.ουσ)
quaccherismo (ουσ αρσ )
quacchero (αρσ. επίθ και ουσ)
quacquera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---