Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputrescènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [putreʃˈʃɛntsa] 1 σήψη 2 διάβρωση 3 εκφυλισμός 4 σαπίλα 5 αποσάθρωση 6 αποσύνθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |