Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputrefàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [putreˈfare] 1 αποσυντίθεμαι 2 σέπομαι 3 σαψαλιάζω 4 σαπίζω 5 σήπομαι 6 αποσαθρώνομαι putrefarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [putreˈfarsi] 1 σήπομαι 2 σαπίζω 3 αποσαθρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |