Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


putifèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [putiˈfɛrjo]

1 πανδαιμόνιο
2 πατιρντί
3 ντόρος
4 νταβαντούρι
5 βαβούρα
6 φασαρία
7 σαματάς
8 αναμπουμπούλα
9 αλαλούμ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  putido putizza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puszta (θηλ.ουσ)
puta caso (επίρ.)
putativo (επίθ.)
puteale (αρσ. επίθ και ουσ)
putido (επίθ.)
putiferio (ουσ αρσ )
putizza (θηλ.ουσ)
putredine (θηλ.ουσ)
putredinoso (επίθ.)
putrefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
putrefarsi (ρ.μ. (αντων.))
putrefatto (αρσ. επίθ και ουσ)
putrefazione (θηλ.ουσ)
putrella (θηλ.ουσ)
putrescente (επίθ.)
putrescenza (θηλ.ουσ)
putrescibile (επίθ.)
putrescina (θηλ.ουσ)
putridità (θηλ.ουσ)
putrido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---