Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόputrèdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puˈtrɛdine] 1 σάπισμα 2 σηπεδών 3 σαπρία 4 αποσύνθεση 5 διαφθορά 6 σήψη 7 σαπρότης 8 βούρκος 9 αποσάθρωση 10 σαπίλα 11 οσμή σαπισμένου 12 εκφυλισμός 13 βόρβορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |