Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


putatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [putaˈtivo]

1 τίμιος
2 ευυπόληπτος
3 θεωρούμενος
4 ονομαστός
5 με καλό όνομα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puta caso puteale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pusillanimità (θηλ.ουσ)
pustola (θηλ.ουσ)
pustoloso (επίθ.)
puszta (θηλ.ουσ)
puta caso (επίρ.)
putativo (επίθ.)
puteale (αρσ. επίθ και ουσ)
putido (επίθ.)
putiferio (ουσ αρσ )
putizza (θηλ.ουσ)
putredine (θηλ.ουσ)
putredinoso (επίθ.)
putrefare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
putrefarsi (ρ.μ. (αντων.))
putrefatto (αρσ. επίθ και ουσ)
putrefazione (θηλ.ουσ)
putrella (θηλ.ουσ)
putrescente (επίθ.)
putrescenza (θηλ.ουσ)
putrescibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---