Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuro]

1 ερασιτέχνης (σπορ)
2 αγνός άνθρωπος

pùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈpuro]

αγνός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puritano purosangue  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pura lana [θηλ.] vergine = το αγνό παρθένο μαλλί


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puristico (επίθ.)
purità (θηλ.ουσ)
puritanesimo (ουσ αρσ )
puritano (ουσ αρσ )
puritano (επίθ.)
puro (ουσ αρσ )
puro (επίθ.)
purosangue (ουσ αρσ )
purosangue (επίθ.)
purpureo (αρσ. επίθ και ουσ)
purtroppo (επίρ.)
purulento (επίθ.)
purulenza (θηλ.ουσ)
pus (ουσ αρσ )
pusillanime (επίθ.)
pusillanimità (θηλ.ουσ)
pustola (θηλ.ουσ)
pustoloso (επίθ.)
puszta (θηλ.ουσ)
puta caso (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---