Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puriˈta] 1 καθαρότητα 2 ηθική καθαρότητα 3 αγνότητα 4 αγνεία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |