Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurificàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [purifiˈkato] 1 εξαγνισμένος 2 καθαρισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |