Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


purgazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [purgatˈtsjone]

1 εξιλέωση
2 εξιλασμός
3 εξευμενισμός
4 ιλασμός
5 απολύτρωση
6 λύτρωση
7 απαλλαγή
8 απόπλυση
9 εξαγιασμός
10 αποκάθαρση
11 αγνισμός
12 καθαγνισμός
13 ψυχική λύτρωση
14 κάθαρση
15 καθαρμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  purgatura purificamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

purgativo (αρσ. επίθ και ουσ)
purgato (αρσ. επίθ και ουσ)
purgatorio (ουσ αρσ )
purgatorio (επίθ.)
purgatura (θηλ.ουσ)
purgazione (θηλ.ουσ)
purificamento (ουσ αρσ )
purificare (ρ. μτβ.)
purificarsi (ρ.μ. (αντων.))
purificato (αρσ. επίθ και ουσ)
purificatoio (ουσ αρσ )
purificatore (ουσ αρσ )
purificatore (επίθ.)
purificazione (θηλ.ουσ)
purina (θηλ.ουσ)
purinico (επίθ.)
purino (ουσ αρσ )
purismo (ουσ αρσ )
purista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
puristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---