Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [purifiˈkare] 1 εξευγενίζω μέταλλο 2 εξαγνίζω 3 εκκαθαρίζω 4 καθαρίζω 5 λαγαρίζω 6 ξεκαθαρίζω 7 αποκαθαίρω 8 αγνίζω 9 εξαγνίζω purificarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [purifiˈkarsi] εξαγνίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |