Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpurificatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [purifikaˈtore] 1 εξαγνιστής 2 λευκαντικό 3 καθαριστής 4 διάλυμα καθαριστικό purificatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [purifikaˈtore] 1 καθαριστικός 2 εξαγνιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |