Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


purgataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [purgataˈmente]

1 με καθαρή γλώσσα
2 με γλώσσα που έχει καθαριστεί από ξένα στοιχεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  purgata purgatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

purgante (ουσ αρσ )
purgante (επίθ.)
purgare (ρ. μτβ.)
purgarsi (ρ.μ. (αντων.))
purgata (θηλ.ουσ)
purgatamente (επίρ.)
purgatezza (θηλ.ουσ)
purgativo (αρσ. επίθ και ουσ)
purgato (αρσ. επίθ και ουσ)
purgatorio (ουσ αρσ )
purgatorio (επίθ.)
purgatura (θηλ.ουσ)
purgazione (θηλ.ουσ)
purificamento (ουσ αρσ )
purificare (ρ. μτβ.)
purificarsi (ρ.μ. (αντων.))
purificato (αρσ. επίθ και ουσ)
purificatoio (ουσ αρσ )
purificatore (ουσ αρσ )
purificatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---