Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pupìlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [puˈpilla]

η ίριδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pupilare pupillare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pupattola (θηλ.ουσ)
pupazzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
pupazzetto (ουσ αρσ )
pupazzo (ουσ αρσ )
pupilare (ρ.αμτβ.)
pupilla (θηλ.ουσ)
pupillare (επίθ.)
pupillo (ουσ αρσ )
pupinizzare (ρ. μτβ.)
pupinizzazione (θηλ.ουσ)
pupo (ουσ αρσ )
puramente (επίρ.)
purché (σύνδ.)
pure (σύνδ.)
pure (επίρ.)
purè (ουσ αρσ )
purea (θηλ.ουσ)
purezza (θηλ.ουσ)
purga (θηλ.ουσ)
purgante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---