Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


punzecchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [puntsekˈkjare]

1 κουρντίζω (μεταφορικά)
2 πειράζω
3 τσιμπώ
4 τσατίζω
5 σκανδαλίζω
6 περιγελώ
7 κεντρίζω
8 αγκυλώνω
9 βελονιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  punzecchiamento punzecchiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntualizzazione (θηλ.ουσ)
puntualmente (επίρ.)
puntura (θηλ.ουσ)
puntuto (επίθ.)
punzecchiamento (ουσ αρσ )
punzecchiare (ρ. μτβ.)
punzecchiatura (θηλ.ουσ)
punzonare (ρ. μτβ.)
punzonatore (ουσ αρσ )
punzonatrice (θηλ.ουσ)
punzonatura (θηλ.ουσ)
punzone (ουσ αρσ )
pupa (θηλ.ουσ)
pupattola (θηλ.ουσ)
pupazzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
pupazzetto (ουσ αρσ )
pupazzo (ουσ αρσ )
pupilare (ρ.αμτβ.)
pupilla (θηλ.ουσ)
pupillare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---