Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


puntùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [punˈtuto]

1 οξύς
2 σουβλερός
3 μυτερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  puntura punzecchiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

puntualità (θηλ.ουσ)
puntualizzare (ρ. μτβ.)
puntualizzazione (θηλ.ουσ)
puntualmente (επίρ.)
puntura (θηλ.ουσ)
puntuto (επίθ.)
punzecchiamento (ουσ αρσ )
punzecchiare (ρ. μτβ.)
punzecchiatura (θηλ.ουσ)
punzonare (ρ. μτβ.)
punzonatore (ουσ αρσ )
punzonatrice (θηλ.ουσ)
punzonatura (θηλ.ουσ)
punzone (ουσ αρσ )
pupa (θηλ.ουσ)
pupattola (θηλ.ουσ)
pupazzettista (ουσ αρσ και θηλ.)
pupazzetto (ουσ αρσ )
pupazzo (ουσ αρσ )
pupilare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---