Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpunzonatrìce
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [puntsonaˈtriʧe] 1 εργαλείο πριτσινιών 2 διατρητική μηχανή 3 πρέσα που ανοίγει τρύπες 4 διατρητική συσκευή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |