Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intirizziménto (ουσ αρσ ) intontìre (ρ.αμτβ.)
intirizzìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) intontìre (ρ. μτβ.)
intirizzirsi (ρ.μ. (αντων.)) intontirsi (ρ.μ. (αντων.))
intirizzìto (επίθ.) intontìto (επίθ.)
intisichìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) intoppàre (ρ.αμτβ.)
intitolàre (ρ. μτβ.) intoppàre (ρ. μτβ.)
intitolarsi (ρ.μ. (αντων.)) intopparsi (ρ.μ. (αντων.))
intitolazióne (θηλ.ουσ) intòppo (ουσ αρσ )
intoccàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) intorbidaménto (ουσ αρσ )
intolleràbile (επίθ.) intorbidàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intollerabilità (θηλ.ουσ) intorbidarsi (ρ.μ. (αντων.))
intollerànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) intorbidìre (ρ.αμτβ.)
intollerànza (θηλ.ουσ) intorbidìre (ρ. μτβ.)
intonacàre (ρ. μτβ.) intormentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intonacatóre (ουσ αρσ ) intormentirsi (ρ.μ. (αντων.))
intonacatrìce (θηλ.ουσ) intórno (επίθ.)
intonacatùra (θηλ.ουσ) intórno (πρόθ.)
intonachìno (ουσ αρσ ) intórno (επίρ.)
intònaco (ουσ αρσ ) intorpidiménto (ουσ αρσ )
intonàre (ρ.αμτβ.) intorpidìre (ρ.αμτβ.)
intonarsi (ρ.μ. (αντων.)) intorpidìre (ρ. μτβ.)
intonàto (επίθ.) intorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intonazióne (θηλ.ουσ) intorpidìto (επίθ.)
intònso (επίθ.) intossicàre (ρ. μτβ.)
intontiménto (ουσ αρσ ) intossicarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: