Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ìntegro (επίθ.) intemperànza (θηλ.ουσ)
integuménto (ουσ αρσ ) intempèrie (θηλ.ουσ)
intelaiàre (ρ. μτβ.) intempestività (θηλ.ουσ)
intelaiatùra (θηλ.ουσ) intempestìvo (επίθ.)
intelàre (ρ. μτβ.) intendènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intellettìvo (επίθ.) intendènza (θηλ.ουσ)
intellètto (ουσ αρσ ) intèndere (ρ. μτβ.)
intellettuàle (ουσ αρσ και θηλ.) intendersi (ρ.μ. (αντων.))
intellettuàle (επίθ.) intendiménto (ουσ αρσ )
intellettualìsmo (ουσ αρσ ) intenditóre (ουσ αρσ )
intellettualìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) inteneriménto (ουσ αρσ )
intellettualìstico (επίθ.) intenerìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intellettualità (θηλ.ουσ) intenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
intellettualizzàre (ρ. μτβ.) inteneritore (ουσ αρσ )
intellettualòide (ουσ αρσ και θηλ.) intensificàre (ρ. μτβ.)
intellettualòide (επίθ.) intensificarsi (ρ.μ. (αντων.))
intellezióne (θηλ.ουσ) intensificazióne (θηλ.ουσ)
intelligènte (επίθ.) intensità (θηλ.ουσ)
intelligènza (θηλ.ουσ) intensivaménte (επίρ.)
intellighènzia (θηλ.ουσ) intensìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
intelligìbile (αρσ. επίθ και ουσ) intènso (επίθ.)
intelligibilità (θηλ.ουσ) intentàbile (επίθ.)
intemeràta (θηλ.ουσ) intentàto (επίθ.)
intemeràto (επίθ.) intènto (ουσ αρσ )
intemperànte (επίθ.) intènto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: