Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

follìcolo (ουσ αρσ ) fondant (ουσ αρσ )
follóne (ουσ αρσ ) fondàre (ρ. μτβ.)
fólto (ουσ αρσ ) fondarsi (ρ.μ. (αντων.))
fólto (επίθ.) fondàta (θηλ.ουσ)
fomentàre (ρ. μτβ.) fondataménte (επίρ.)
fomentatóre (αρσ. επίθ και ουσ) fondatézza (θηλ.ουσ)
fomentazióne (θηλ.ουσ) fondàto (επίθ.)
foménto (ουσ αρσ ) fondatóre (ουσ αρσ )
fòmite (ουσ αρσ ) fondazióne (θηλ.ουσ)
fòn (ουσ αρσ ) fondèllo (ουσ αρσ )
fonatòrio (επίθ.) fondènte (ουσ αρσ )
fonazióne (θηλ.ουσ) fondènte (επίθ.)
fónda (θηλ.ουσ) fóndere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fondàccio (ουσ αρσ ) fóndersi (ρ. μ. αμτβ.)
fóndaco (ουσ αρσ ) fonderìa (θηλ.ουσ)
fondàle (ουσ αρσ ) fondiàrio (επίθ.)
fondàle (επίθ.) fondìbile (επίθ.)
fondàme (ουσ αρσ ) fondiglio (ουσ αρσ )
fondaménta (θηλ. ουσ πληθ.) fondìna (θηλ.ουσ)
fondamentàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) fondìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
fondamentalìsmo (ουσ αρσ ) fonditóre (ουσ αρσ )
fondamentalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) fonditrìce (θηλ.ουσ)
fondamentalménte (επίρ.) fonditùra (θηλ.ουσ)
fondamentàre (ρ. μτβ.) fóndo (ουσ αρσ )
fondaménto (ουσ αρσ ) fóndo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: