Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfondatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fondaˈtore] 1 κτήτορας 2 θεμελιωτής 3 δημιουργός 4 ιδρυτής 5 κτίστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |