Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfonditóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fondiˈtore] 1 καμινάρης 2 καμινευτής 3 εργάτης χυτηρίου 4 εργάτης καμινιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |