Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfondovàlle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,fondoˈvalle] 1 βαθιά κοιλάδα 2 πυθμένας της κοιλάδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |