Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fònico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔniko]

1 τεχνικός ήχου
2 τεχνικός ηχογραφήσεων

fònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔniko]

ακουστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foniatria fonoassorbente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fonetica (θηλ.ουσ)
fonetico (επίθ.)
fonetista (ουσ αρσ και θηλ.)
fonia (θηλ.ουσ)
foniatria (θηλ.ουσ)
fonico (ουσ αρσ )
fonico (επίθ.)
fonoassorbente (επίθ.)
fonocamptica (θηλ.ουσ)
fonodettatura (θηλ.ουσ)
fonofobia (θηλ.ουσ)
fonogenico (επίθ.)
fonografia (θηλ.ουσ)
fonografico (επίθ.)
fonografo (ουσ αρσ )
fonogramma (ουσ αρσ )
fonoincisore (ουσ αρσ )
fonoisolante (αρσ. επίθ και ουσ)
fonolite (θηλ.ουσ)
fonologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---