Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfònico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔniko] 1 τεχνικός ήχου 2 τεχνικός ηχογραφήσεων fònico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔniko] ακουστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |