Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fonolìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fonoˈlite]

ηφαιστειογενές πέτρωμα από αλκαλικό άστριο (κάνει ήχο όταν το χτυπάς)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fonoisolante fonologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fonografico (επίθ.)
fonografo (ουσ αρσ )
fonogramma (ουσ αρσ )
fonoincisore (ουσ αρσ )
fonoisolante (αρσ. επίθ και ουσ)
fonolite (θηλ.ουσ)
fonologia (θηλ.ουσ)
fonologico (επίθ.)
fonometria (θηλ.ουσ)
fonometro (ουσ αρσ )
fonomontaggio (ουσ αρσ )
fonoregistratore (ουσ αρσ )
fonoregistrazione (θηλ.ουσ)
fonoriproduttore (ουσ αρσ )
fonorivelatore (ουσ αρσ )
fonoscopio (ουσ αρσ )
fonovaligia (θηλ.ουσ)
fontana (θηλ.ουσ)
fontanella (θηλ.ουσ)
fontaniere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---