Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fontanèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fontaˈnɛlla]

1 βρέγμα
2 μαλακό τμήμα κρανίου βρέφους
3 πηγή που μπορείς να πιεις νερό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fontana fontaniere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fonoriproduttore (ουσ αρσ )
fonorivelatore (ουσ αρσ )
fonoscopio (ουσ αρσ )
fonovaligia (θηλ.ουσ)
fontana (θηλ.ουσ)
fontanella (θηλ.ουσ)
fontaniere (ουσ αρσ )
fontanile (ουσ αρσ )
fontanino (επίθ.)
fonte (θηλ.ουσ)
fontina (θηλ.ουσ)
football (ουσ αρσ )
footing (ουσ αρσ )
foracchiare (ρ. μτβ.)
foracchiatura (θηλ.ουσ)
foraggiamento (ουσ αρσ )
foraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
foraggiera (θηλ.ουσ)
foraggiere (ουσ αρσ )
foraggiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---