Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfónte
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfonte] η πηγή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfonte [θηλ.] termale = η ιαματική πηγή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |