Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόforàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [foˈradʤo] 1 ζωοτροφή 2 νομή 3 ταγή 4 κτηνοτροφή 5 σανός 6 χόρτο 7 φορβή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |