Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


foràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foˈradʤo]

1 ζωοτροφή
2 νομή
3 ταγή
4 κτηνοτροφή
5 σανός
6 χόρτο
7 φορβή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foraggiero forame  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foraggiamento (ουσ αρσ )
foraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
foraggiera (θηλ.ουσ)
foraggiere (ουσ αρσ )
foraggiero (επίθ.)
foraggio (ουσ αρσ )
forame (ουσ αρσ )
foraminifero (ουσ αρσ )
foraneo (επίθ.)
forare (ρ. μτβ.)
forasiepe (ουσ αρσ )
forastico (επίθ.)
foraterra (ουσ αρσ )
foratino (ουσ αρσ )
forato (επίθ.)
foratoio (ουσ αρσ )
foratura (θηλ.ουσ)
forbici (θηλ. ουσ πληθ.)
forbiciata (θηλ.ουσ)
forbicina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---