Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


foràneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [foˈraneo]

1 εξωτερικός
2 αγροτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  foraminifero forare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foraggiere (ουσ αρσ )
foraggiero (επίθ.)
foraggio (ουσ αρσ )
forame (ουσ αρσ )
foraminifero (ουσ αρσ )
foraneo (επίθ.)
forare (ρ. μτβ.)
forasiepe (ουσ αρσ )
forastico (επίθ.)
foraterra (ουσ αρσ )
foratino (ουσ αρσ )
forato (επίθ.)
foratoio (ουσ αρσ )
foratura (θηλ.ουσ)
forbici (θηλ. ουσ πληθ.)
forbiciata (θηλ.ουσ)
forbicina (θηλ.ουσ)
forbire (ρ. μτβ.)
forbirsi (ρ.μ. (αντων.))
forbitamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---