Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forbiciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [forbiˈʧata]

1 κόψιμο με το ψαλίδι
2 ψαλίδισμα
3 ψαλιδιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forbici forbicina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foratino (ουσ αρσ )
forato (επίθ.)
foratoio (ουσ αρσ )
foratura (θηλ.ουσ)
forbici (θηλ. ουσ πληθ.)
forbiciata (θηλ.ουσ)
forbicina (θηλ.ουσ)
forbire (ρ. μτβ.)
forbirsi (ρ.μ. (αντων.))
forbitamente (επίρ.)
forbitezza (θηλ.ουσ)
forbito (επίθ.)
forca (θηλ.ουσ)
forcaccio (ουσ αρσ )
forcaiolismo (ουσ αρσ )
forcaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
forcaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
forcata (θηλ.ουσ)
forcella (θηλ.ουσ)
forchetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---