Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


foratóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foraˈtojo]

1 ζουμπάς (εργαλείο)
2 εργαλείο πριτσινιών
3 τρυπάνι
4 τρυπητήρι
5 διατρητική μηχανή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forato foratura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forasiepe (ουσ αρσ )
forastico (επίθ.)
foraterra (ουσ αρσ )
foratino (ουσ αρσ )
forato (επίθ.)
foratoio (ουσ αρσ )
foratura (θηλ.ουσ)
forbici (θηλ. ουσ πληθ.)
forbiciata (θηλ.ουσ)
forbicina (θηλ.ουσ)
forbire (ρ. μτβ.)
forbirsi (ρ.μ. (αντων.))
forbitamente (επίρ.)
forbitezza (θηλ.ουσ)
forbito (επίθ.)
forca (θηλ.ουσ)
forcaccio (ουσ αρσ )
forcaiolismo (ουσ αρσ )
forcaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
forcaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---