Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forasièpe  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,foraˈsjɛpe]

1 τρυποφράκτης (πουλί)
2 τρωγλοδύτης (πουλί)
3 τρυποκάρυδος (πουλί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forare forastico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foraggio (ουσ αρσ )
forame (ουσ αρσ )
foraminifero (ουσ αρσ )
foraneo (επίθ.)
forare (ρ. μτβ.)
forasiepe (ουσ αρσ )
forastico (επίθ.)
foraterra (ουσ αρσ )
foratino (ουσ αρσ )
forato (επίθ.)
foratoio (ουσ αρσ )
foratura (θηλ.ουσ)
forbici (θηλ. ουσ πληθ.)
forbiciata (θηλ.ουσ)
forbicina (θηλ.ουσ)
forbire (ρ. μτβ.)
forbirsi (ρ.μ. (αντων.))
forbitamente (επίρ.)
forbitezza (θηλ.ουσ)
forbito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---