Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forcaiòlo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [forkaˈjɔlo]

αντιδραστικός (πολιτικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forcaiolismo forcaiuolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forbitezza (θηλ.ουσ)
forbito (επίθ.)
forca (θηλ.ουσ)
forcaccio (ουσ αρσ )
forcaiolismo (ουσ αρσ )
forcaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
forcaiuolo (αρσ. επίθ και ουσ)
forcata (θηλ.ουσ)
forcella (θηλ.ουσ)
forchetta (θηλ.ουσ)
forchettata (θηλ.ουσ)
forchettiera (θηλ.ουσ)
forchetto (ουσ αρσ )
forchettone (ουσ αρσ )
forcina (θηλ.ουσ)
forcipe (ουσ αρσ )
forcone (ουσ αρσ )
forcuto (επίθ.)
forense (επίθ.)
foresta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---