Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈketto]

ραβδί με διχάλα στην άκρη για ανεβοκατέβασμα εμπορευμάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forchettiera forchettone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forcata (θηλ.ουσ)
forcella (θηλ.ουσ)
forchetta (θηλ.ουσ)
forchettata (θηλ.ουσ)
forchettiera (θηλ.ουσ)
forchetto (ουσ αρσ )
forchettone (ουσ αρσ )
forcina (θηλ.ουσ)
forcipe (ουσ αρσ )
forcone (ουσ αρσ )
forcuto (επίθ.)
forense (επίθ.)
foresta (θηλ.ουσ)
forestale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
foresteria (θηλ.ουσ)
forestieraio (ουσ αρσ )
forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---