Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόforesterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [foresteˈria] 1 αίθουσα υποδοχής σε μοναστήρια 2 αρχονταρίκι 3 ξενώνας (μοναστηριού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |