Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forfécchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [forˈfekkja]

ψαλίδα τάξης dermaptera (χρησιμοποίησε καλύτερα το forbicina)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forfait forfetario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )
forfait (ουσ αρσ )
forfecchia (θηλ.ουσ)
forfetario (επίθ.)
forfetizzare (ρ. μτβ.)
forfettario (επίθ.)
forfora (θηλ.ουσ)
forforoso (επίθ.)
forgia (θηλ.ουσ)
forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)
forgiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
forgiatore (ουσ αρσ )
forgiatrice (θηλ.ουσ)
forgiatura (θηλ.ουσ)
foriero (ουσ αρσ )
foriero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---