Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forestièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [foresˈtjɛro]

1 επισκέπτης
2 αλλόφυλος
3 προσκεκλημένος
4 αλλότριος
5 φιλοξενούμενος
6 μουσαφίρης
7 απόδημος
8 έπηλυς
9 αλλοδαπός
10 ετερόχθων
11 ξένος
12 αλλοεθνής
13 άγνωστος

forestièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [foresˈtjɛro]

1 απόδημος
2 ξενικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forestierismo forestierume  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

foresta (θηλ.ουσ)
forestale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
foresteria (θηλ.ουσ)
forestieraio (ουσ αρσ )
forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )
forfait (ουσ αρσ )
forfecchia (θηλ.ουσ)
forfetario (επίθ.)
forfetizzare (ρ. μτβ.)
forfettario (επίθ.)
forfora (θηλ.ουσ)
forforoso (επίθ.)
forgia (θηλ.ουσ)
forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)
forgiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
forgiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---