Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forfait  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈfɛ]

1 εφάπαξ
2 κατ'αποκοπή ποσό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forestierume forfecchia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forestieraio (ουσ αρσ )
forestierismo (ουσ αρσ )
forestiero (ουσ αρσ )
forestiero (επίθ.)
forestierume (ουσ αρσ )
forfait (ουσ αρσ )
forfecchia (θηλ.ουσ)
forfetario (επίθ.)
forfetizzare (ρ. μτβ.)
forfettario (επίθ.)
forfora (θηλ.ουσ)
forforoso (επίθ.)
forgia (θηλ.ουσ)
forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)
forgiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
forgiatore (ουσ αρσ )
forgiatrice (θηλ.ουσ)
forgiatura (θηλ.ουσ)
foriero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---