Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


forgiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [forʤaˈtura]

σφυρηλάτηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  forgiatrice foriero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

forgiabile (επίθ.)
forgiabilità (θηλ.ουσ)
forgiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
forgiatore (ουσ αρσ )
forgiatrice (θηλ.ουσ)
forgiatura (θηλ.ουσ)
foriero (ουσ αρσ )
foriero (επίθ.)
forma (θηλ.ουσ)
formabile (επίθ.)
formaggetta (θηλ.ουσ)
formaggiaio (ουσ αρσ )
formaggiera (θηλ.ουσ)
formaggino (ουσ αρσ )
formaggio (ουσ αρσ )
formaldeide (θηλ.ουσ)
formale (επίθ.)
formalina (θηλ.ουσ)
formalismo (ουσ αρσ )
formalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---