Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόformaggiàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [formadˈʤajo] 1 τυράς 2 τυρέμπορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |