Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfórma
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈforma] η μορφή, το σχήμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa forma di = υπό μορφή || essere in forma = είμαι σε φόρμα || tenersi in forma = κρατιέμαι σε φόρμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |