Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


formalizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [formalidˈdzare]

σκανδαλίζω

formalizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [formalidˈdzarsi]

1 είμαι πολύ επίσημος (περισσότερο από όσο πρέπει)
2 αγανακτώ
3 σκανδαλίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  formalità formalizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formalina (θηλ.ουσ)
formalismo (ουσ αρσ )
formalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
formalistico (επίθ.)
formalità (θηλ.ουσ)
formalizzare (ρ. μτβ.)
formalizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
formalizzazione (θηλ.ουσ)
formare (ρ. μτβ.)
formarsi (ρ.μ. (αντων.))
formativo (αρσ. επίθ και ουσ)
formato (ουσ αρσ )
formato (επίθ.)
formatore (αρσ. επίθ και ουσ)
formatrice (θηλ.ουσ)
formatura (θηλ.ουσ)
formazione (θηλ.ουσ)
formella (θηλ.ουσ)
formica (θηλ.ουσ)
formicaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---