Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


formàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [forˈmare]

σχηματίζω

formarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [forˈmarsi]

1 γίνομαι
2 εκπαιδεύομαι
3 τακτοποιούμαι
4 διαπλάθομαι
5 διαμορφώνομαι
6 μορφοποιούμαι
7 σχηματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  formalizzazione formativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formalistico (επίθ.)
formalità (θηλ.ουσ)
formalizzare (ρ. μτβ.)
formalizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
formalizzazione (θηλ.ουσ)
formare (ρ. μτβ.)
formarsi (ρ.μ. (αντων.))
formativo (αρσ. επίθ και ουσ)
formato (ουσ αρσ )
formato (επίθ.)
formatore (αρσ. επίθ και ουσ)
formatrice (θηλ.ουσ)
formatura (θηλ.ουσ)
formazione (θηλ.ουσ)
formella (θηλ.ουσ)
formica (θηλ.ουσ)
formicaio (ουσ αρσ )
formicaleone (ουσ αρσ )
formichiere (ουσ αρσ )
formico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---