Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


formichière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [formiˈkjɛre]

μυρμηγκοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  formicaleone formico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

formazione (θηλ.ουσ)
formella (θηλ.ουσ)
formica (θηλ.ουσ)
formicaio (ουσ αρσ )
formicaleone (ουσ αρσ )
formichiere (ουσ αρσ )
formico (επίθ.)
formicolare (ρ.αμτβ.)
formicolio (ουσ αρσ )
formidabile (επίθ.)
formile (ουσ αρσ )
formosità (θηλ.ουσ)
formoso (επίθ.)
formula (θηλ.ουσ)
formulare (ρ. μτβ.)
formulario (ουσ αρσ )
formulazione (θηλ.ουσ)
fornace (θηλ.ουσ)
fornaciaio (ουσ αρσ )
fornaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---