Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfòrmula, fórmula
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈfɔrmula], [ˈformula] 1 η διατύπωση 2 chimica η φόρμουλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαformula [θηλ.] di cortesia = η έκφραση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |